μπελαλής

μπελαλής
ο, θηλ. μπελαλού και -ίδισσα
αυτός που προξενεί μπελάδες, άνθρωπος ενοχλητικός, δυσάρεστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. belali].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπελαλής — ο αυτός που προκαλεί μπελάδες, μπελαλίδικος, ενοχλητικός: Μην μπλέκεις μαζί του, είναι μπελαλής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπελαλοδουλειά — η 1. δύσκολη δουλειά 2. περίπλοκη κατάσταση που προξενεί μπελάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπελαλής + δουλειά] …   Dictionary of Greek

  • belaliu — BELALÍU, ÍE, belalii, adj. (reg.) 1. Dificil, greu. 2. Mofturos, năzuros, capricios. – Din tc. belâli. Trimis de paula, 02.06.2002. Sursa: DEX 98  belalíu adj. m., f. belalíe; pl. m …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”